- ὄππα
- ὄππᾱ , ὀππαeyeindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
όππα — (I) ὄππα και ὅππᾳ, τὸ (Α) (αιολ. τ.) βλ. όμμα. (II) ὄππα και ὅππᾳ (Α) (αιολ. τ.) επίρρ. βλ. όπη … Dictionary of Greek
όπη — ὅπη, επικ. τ. ὅππη και κατά ορθότ. γρφ. ὅπῃ, δωρ. τ. ὅπᾳ και ὅππᾳ, ὅπη και ὅπει, αιολ. τ. ὄππα ή ὄππᾳ και ὅπα, ιων. τ. ὅκη ή ορθότ. ὅκῃ (Α) (επίρρ. σε αναφορικές προτάσεις ή πλάγιες ερωτήσεις) 1. (για τόπο) ποιο δρόμο ή από ποιο δρόμο, ποια… … Dictionary of Greek
OFFA Cerberi — apud Veteres dicta est, quam praeter naulum Charontis, nummum videl. qui δανάκη dicebatur Graecis, defunctorum ori imponebant: ad Cerberi in praedam hiantis rictum obturandum. Erat id frustum farti seu crustulae, seu casei nonnumquam: communiter… … Hofmann J. Lexicon universale
όμμα — το (ΑΜ ὄμμα, ατος, Α και ὄθμα, αιολ. τ. ὄππα) 1. το αισθητήριο όργανο τής όρασης, ο οφθαλμός, το μάτι («τυφλὸς τά τ ὦτα, τόν τε νοῡν τα τ ὄμματ εἶ...», Σοφ.) 2. μτφ. οπή, δακτύλιος νεοελλ. 1. βλέμμα, ματιά 2. φρ. α) «τυφλοίς όμμασι» με τυφλή… … Dictionary of Greek